- μονομιάς
- (επίρρ)1. αμέσως2. με μια κίνηση, μεμιάς, χωρίς διακοπή, μονορούφι («ήπιε ένα ποτηράκι ούζο μονομιάς»)3. ξαφνικά, αιφνίδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + μιας (πρβλ. διαμιάς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονομιάς — επίρρ. τροπ., με μια κίνηση, χωρίς καμιά διακοπή, μονοκόμματα: Διάβασα όλο το βιβλίο μονομιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονορούφι — επίρρ. 1. με μια ρουφηξιά, μονομιάς («ήπιε το κρασί μονορούφι») 2. συνεχώς, χωρίς διακοπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ρουφώ] … Dictionary of Greek
μονοσκοίνι — επίρρ. μονομιάς, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά, μονορούφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σκοινί] … Dictionary of Greek
μονοτάρου(ς) — και μονιτάρου και μονοτάρο επίρρ. 1. αμέσως, στη στιγμή, μονομιάς 2. μεμιάς, μια κι έξω 3. εντελώς, ολότελα 4. για πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ταρός] … Dictionary of Greek
μονόρουφα — (Μ) επίρρ. με μια ρουφηξιά, μονομιάς, μονορούφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ρουφῶ, κατά τα επιρρ. σε α] … Dictionary of Greek
Μπράντο, Μάρλον — (Marlon Brando, Νεμπράσκα 1924 –). Αμερικανός ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός του κινηματογράφου. Αρρενωπός, με αθλητικό παράστημα και καλή άρθρωση, έγινε ένα από τα σύμβολα μιας ολόκληρης γενιάς κατακτώντας τη δημοσιότητα με τρόπο τέτοιο που… … Dictionary of Greek
μονορούφι — επίρρ. τροπ. 1. μονομιάς, με μια κίνηση, χωρίς ανάσα: Ήπιε μονορούφι ένα μπουκάλι νερό. 2. μτφ., συνεχώς, χωρίς διακοπή: Διάβασα την Οδύσσεια μονορούφι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)